-
1 μίασμα
A stain, defilement, esp. by murder or other crime, taint of guilt, A.Eu. 169 (lyr.), 281, etc.;οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μ. Id.Th. 682
;μ. φεύγων αἵματος E.Hipp.35
;μ. τῶν φυτευσάντων λαβεῖν S.OT 1012
; ;μ. τινὸς ἐπεξέρχεσθαι Id.4.3.6
;τὸ μ. εἰς αὑτὸν δέχεσθαι Pl.Lg. 871b
: in pl., A.Ag. 1420, Ch. 1017;αἱμάτων μιάσμασι χρανθεῖσα γαῖα Id.Supp. 265
, etc.II that which defiles, pollution, of persons,χώρας μ. καὶ θεῶν ἐγχωρίων Id.Ag. 1645
; πατροκτόνον μ. καὶ θεῶν στύγος, of Clytaemnestra, Id.Ch. 1028:μ. χώρας ἐλαύνειν S.OT97
; ὡς μ. τοῦδ' ἡμὶν ὄντος ib. 241: in Prose more generally,πνεῦμα μεμιασμένον νοσηροῖσι μιάσμασι Hp.Flat.5
.
См. также в других словарях:
μίασμα — το (ΑΜ μίασμα) [μιαίνω] 1. το αποτέλεσμα τού μιαίνω, μόλυσμα, ρύπος («μὴ μίασμα τών φυτευσάντων λάβῃς», Σοφ.) 2. (για πρόσ.) ο ηθικά επιζήμιος για τον περίγυρό του («μίασμα χώρας... ἐλαύνειν», Σοφ.) 3. (γενικά) έμβιος ή άβιος νοσογόνος παράγοντας … Dictionary of Greek